- πενιχραλεος
- πενιχραλέοςπενιχρᾰλέος3Anth. = πενιχρός См. πενιχρος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πενιχραλέος — α, ον, Α πενιχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενιχρός + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, ισχ αλέος)] … Dictionary of Greek
πενιχραλέον — πενιχραλέος masc acc sg πενιχραλέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)